- καρυδώνω
- καρύδωσα, καρυδώθηκα, καρυδωμένος, στρίβω το λαρύγγι κάποιου και τον σκοτώνω: Μην πεις τίποτα, γιατί θα σε καρυδώσω.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
καρυδώνω — καρυδώνω, καρύδωσα βλ. πίν. 3 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
καρυδώνω — (Μ καρυδώ όω) [καρύδι] νεοελλ. φονεύω κάποιον στρίβοντας το καρύδι τού λαιμού του μσν. ευνουχίζω ίππο … Dictionary of Greek
καρύδωμα — το [καρυδώνω] το στρίψιμο τού καρυδιού τού λάρυγγα και ο θάνατος που επέρχεται από αυτό … Dictionary of Greek
καρύδωσις — καρύδωσις, ή [καρυδώνω] (Μ) ο ευνουχισμός ίππου … Dictionary of Greek